τρυψίνη

τρυψίνη
η, Ν
(βιοχ.) η θρυψίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. trypsine (< τρίψις, -εως ή κατ' άλλους < θρύψις, -εως + κατάλ. -ine)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παγκρεατίτιδα — Οξεία ή χρόνια φλεγμονή του παγκρέατος. Μπορεί να είναι οιδηματώδης, αιμορραγική, νευρωτική ή πυώδης. Προέρχεται από υπερφαγία, από ασθένειες του στομάχου, του δωδεκαδακτύλου, των χοληφόρων αγωγών ή του ήπατος ή και από στένωση των αγωγών του… …   Dictionary of Greek

  • τρανσπεπτιδίωση — η, Ν (βιοχ.) η μεταφορά πεπτιδικής ρίζας από μια χημική ένωση, τον δότη, σε άλλην, τον δέκτη, η οποία πραγματοποιείται από ορισμένα πρωτεολυτικά ένζυμα, όπως είναι λ.χ., η τρυψίνη, η παπαΐνη κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”